- φορβ(ε)ιά
- η недоуздок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμφορβιούμαι — ἐμφορβιοῡμαι ( όομαι) (Α) [φορβ(ε)ιά] τοποθετώ περιστόμιο για να παίξω αυλό (όπως έκαναν οι αυλητές) … Dictionary of Greek
εύφορβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πανθόου και της Φροντίδας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Τρώων, τραυμάτισε τον Πάτροκλο αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, ο Μενέλαος αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος … Dictionary of Greek
ορβιάζω — Α (σχετικά με ζώο) βάζω φορβειά, βάζω καπίστρι, καπιστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορβ ειά «χαλινάρι» + κατάλ. ιάζω] … Dictionary of Greek
φορβάδα — η / φορβάς, άδος, ΝΜΑ η φοράδα μσν. αρχ. αυτός που παρέχει φορβή, ζωοτροφή («φορβάδος ἐκ γαίας», Σοφ.) αρχ. 1. (για άλογα και βόδια) (και για αρσ.) αγελαίος 2. μτφ. (για γυναίκα) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ.… … Dictionary of Greek
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek
φορβασία — ἡ, Α φορβειά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω», κατά τα ουσ. σε ασία (πρβλ. ὑγρ ασία). Η ύπαρξη τού τ. παραμένει αμφίβολη] … Dictionary of Greek
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek
φορβόν — τὸ, Α (μόνον στον πληθ.) τὰ φορβά ζωοτροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. –ον τών ουδ. Ο τ. αντιστοιχεί στο θηλ. φορβή και απαντά στον πληθ. φορβά] … Dictionary of Greek
φορβώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω», κατά τα συνηρημένα σε ῶ / άω] … Dictionary of Greek
φόρβαντα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰατρικὰ φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορβ τού ρ. φέρβω* «τρέφω» και πιθ. πρέπει να γραφεί φορβάν τὰ ἰατρικὰ φάρμακα] … Dictionary of Greek
φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] … Dictionary of Greek